- διατροχάζω
- διατροχάζω, (Α) [τροχάζω]1. (για άλογα) τριποδίζω, καλπάζω2. (για πρόσωπα) τρέχω έφιππος εδώ κι εκεί3. σπεύδω, ορμώ4. κινούμαι με θόρυβο τριγύρω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διατροχάζουσιν — διατροχάζω trot pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) διατροχάζω trot pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) διατροχάζω trot pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) διατροχάζω trot pres ind act 3rd pl… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατροχάζοντος — διατροχάζω trot pres part act masc/neut gen sg διατροχάζω trot pres part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατροχάζων — διατροχάζω trot pres part act masc nom sg διατροχάζω trot pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατετροχασμένην — διατροχάζω trot perf part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διετρόχαζε — διατροχάζω trot imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διετρόχαζεν — διατροχάζω trot imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)